- τόνου
- τόνοςthat by which a thing is stretchedmasc gen sgτονόωbrace uppres imperat act 2nd sgτονόωbrace upimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek
έγκλιση — η (AM ἔγκλισις) 1. κλίση, το να γέρνει κάτι 2. γραμμ. α) «εγκλίσεις ρήματος» οι μορφές που παίρνει το ρήμα για να φανερώσει πώς παρουσιάζεται η σημασία του β) «έγκλιση τόνου» η αποβολή τού τόνου μονοσύλλαβων ή δισύλλαβων λέξεων, ο αναβιβασμός του … Dictionary of Greek
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
δίπλα — (I) επίρρ. Ι. 1. παραπλεύρως, στο πλάι 2. πλαγιαστά, πλάγια 3. φρ. α) «τού ή τής πέφτω δίπλα» πλησιάζω κάποιον με υστεροβουλία β) «παίρνω δίπλα τα βουνά» περιπλανιέμαι στα βουνά γ) «τό κόβω, τό παίρνω δίπλα» πέφτω για ύπνο, πλαγιάζω, κοιμάμαι.… … Dictionary of Greek
εγκεφαλίτιδα — Φλεγμονή του εγκεφάλου. Συνήθως οφείλεται σε παθογόνους παράγοντες που φτάνουν εκεί είτε με απευθείας μετάδοση από τις μήνιγγες είτε μεταφέρονται με το αίμα και τη λέμφο από άλλα όργανα. Ταξινομείται ανάλογα (α) με το αν είναι πρωτοπαθής (από… … Dictionary of Greek
εκποδών — ἐκποδών (AM) επίρρ. 1. έξω από τα πόδια τών άλλων, μακριά απο τους άλλους («ἐκποδὼν διατρίβω, ἵσταμαι κ.λπ.») 2. έξω απ τα πόδια κάποιου, μακριά από κάποιον, χωρίς να ενοχλείται κάποιος («ἐκποδὼν χωρήσομαι Ἑκάβῃ», «ἐκποδὼν... τοῡδ ἔχων… … Dictionary of Greek
επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… … Dictionary of Greek
εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek
καταβιβασμός — ο (AM καταβιβασμός) [καταβιβάζω] 1. καταβίβαση, κατέβασμα, χαμήλωμα, μείωση 2. φρ. γραμμ. «καταβιβασμός τόνου» το κατέβασμα τού τόνου προς το τέλος τής λέξεως, προς τη λήγουσα … Dictionary of Greek